- επιδρομάδην
- ἐπιδρομάδην (Α)επίρρ.1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα2. βιαστικά, απρόσεχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ-άδην (< δρόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδρομάδην — rapidly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδρομικός — ἐπιδρομικός, ή, όν (Α) [επιδρομή] αυτός που γίνεται επιδρομάδην, βιαστικός, εσπευσμένος … Dictionary of Greek